- Κάστορος
- Κάστωρmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάστορος — κάστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… … Dictionary of Greek
Τυνδαρίδης — και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, ίδος, Α 1. το τέκνο τού Τυνδάρεω 2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι τα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης 3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένη β) πόλη τής… … Dictionary of Greek
μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτας, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Κάστορος στους Αργεί ους) αυτός που είναι αρχηγέτης μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἀρχαγέτας] … Dictionary of Greek
πολυδεύκης — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ο, Ν 1. ως… … Dictionary of Greek